- δριμυτέρα
- δριμυτέρᾱ , δριμύςpiercingfem nom/voc/acc dualδριμυτέρᾱ , δριμύςpiercingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δριμυτέρᾳ — δριμυτέρᾱͅ , δριμύς piercing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμύτερα — δριμύς piercing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυτέρας — δριμυτέρᾱς , δριμύς piercing fem acc pl δριμυτέρᾱς , δριμύς piercing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμυτέραν — δριμυτέρᾱν , δριμύς piercing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… … Dictionary of Greek